- κἀκ
κἀκ, Krasis aus καὶ ἐκ, Hes. Th. 447, häufig Att.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κἀκ, Krasis aus καὶ ἐκ, Hes. Th. 447, häufig Att.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακ — κάκ (Α) ονομασία τού γράμματος κάππα … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακ(κ)αλία — κακ(κ)αλία, ἡ (Α) 1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό 2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς] … Dictionary of Greek
κακ' — κακά , κακός bad neut nom/voc/acc pl κακά̱ , κακός bad fem nom/voc/acc dual κακά̱ , κακός bad fem nom/voc sg (doric aeolic) κακέ , κακός bad masc voc sg κακαί , κακός bad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκ — ἐκ , ἐκ from out of proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκ' — ἀκά̱ , ἀκή point fem nom/voc/acc dual ἀκά̱ , ἀκή point fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀκαί , ἀκή point fem nom/voc pl ἀκί , ἀκίς pointed object fem voc sg ἐκά , ἐκάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄκ — ἔκ , ἐκ from out of proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκ' — κάκαι , κάκη wickedness fem nom/voc pl κάκᾱͅ , κάκη wickedness fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιδηρόφρων τε κἄκ πέτρας εἰργάσμενος. — См. Железная воля … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek