κνώδαξ

κνώδαξ

κνώδαξ, ᾱκος, ὁ, Zapfen, Achse; ἡ σφαῖρα τοῖς κνώδαξι περιδινεῖται Sezt. Empir. adv. phys. 2, 51, vgl. 93; a. Sp. Verwandt mit


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κνώδαξ — κνώδαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. κνώδακας …   Dictionary of Greek

  • κνώδακα — κνώδαξ pin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακας — κνώδαξ pin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακες — κνώδαξ pin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακι — κνώδαξ pin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακος — κνώδαξ pin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδαξι — κνώδαξ pin masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδαξιν — κνώδαξ pin masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνωδάκιον — κνωδάκιον, τὸ (Α) μικρός άξονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, ακος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κνωδακίζω — (Α) [κνώδαξ] στηρίζω κάτι σε κέντρο ώστε να στρέφεται σαν πάνω σε άξονα …   Dictionary of Greek

  • κνωδακοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα 2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”