κνώδων

κνώδων

κνώδων, οντος, ὁ, am Jagdspieß u. Hirschfänger zwei eiserne Zähne (ὀδόντες, wovon es Choerobosc. B. A. 1394 ableitet), die den auflaufenden Eber aufhalten, Xen. Cyn. 10, 3. 16. – Uebh. das Schwert, Soph. Ai. 1004; ξίφους ἕλκει διπλοῠς κνώδοντας Ant. 1218, entweder mit Anspielung auf die eigtl. Bdtg, od. allgem. = doppelschneidig.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κνώδων — κνώδων, οντος, ὁ (Α) 1. (κυρίως στον πληθ.) οί κνώδοντες καθεμιά από τις δύο οδοντοειδείς προεξοχές τής αιχμής τού δόρατος («τὰ δὲ προβόλια, πρῶτον μὲν λόγχας ἔχοντα, κατά δὲ μέσον τὸν καυλὸν κνώδοντας», Ξεν.) 2. το ξίφος («πῶς σ ἀποσπάσω πικροῦ… …   Dictionary of Greek

  • κνώδων — projecting teeth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδοντα — κνώδων projecting teeth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδοντας — κνώδων projecting teeth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδοντες — κνώδων projecting teeth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδοντι — κνώδων projecting teeth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδοντος — κνώδων projecting teeth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • кус — род. п. а, кусок, укр., блр. кус, кусок, др. русск. кусъ, цслав. кѫсъ, болг. къс, сербохорв. ку̑с, кусак, словен. kȏs, чеш., слвц. kus, польск. kęs, kąsek, в. луж., н. луж. kus, полаб. kǫs. Родственно (праслав. *kǫ(d)sъ) лит. kandu, kandau,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κνώδαλο — το (AM κνώδαλον) (για πρόσ.) χαζός ή ανάξιος, τιποτένιος μσν. αρχ. κάθε άγριο ή επικίνδυνο και βλαβερό ζώο (α. «κνώδαλ ὅσ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδέ θάλασσα», Ησίοδ. αρχ. οποιοδήποτε ζώο («κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ …   Dictionary of Greek

  • ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; —     ken 2, kenǝ , keni , kenu ;     English meaning: to rub, scrape off; ashes     Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben”     Note: various with conservative extensions     Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”