κνήκων, ωνος, ὁ, dor. κνάκων, der Fahle, der Bock, Theocr. 3, 5. S. κνηκός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνήκωνος — κνήκων goat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνάκων — κνάκων, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κνήκων … Dictionary of Greek