- κνήφη
κνήφη, ἡ, das Jucken, Schol. Il. 2, 820; – die Krätze, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνήφη, ἡ, das Jucken, Schol. Il. 2, 820; – die Krätze, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνήφη — itch fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήφῃ — κνήφη itch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήφη — η (AM κνήφη) νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση κνιδωτικών επαρμάτων τού δέρματος οι οποίες καταλήγουν σε μικρή φυσαλλίδα και συνοδεύονται από έντονο κνησμό μσν. αρχ. ψωρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εμφανίζει τη ρίζα τού κνῶ*. Η… … Dictionary of Greek
κνήφην — κνήφη itch fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήφης — κνήφη itch fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίφος — κνίφος, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κνίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. θυμίζει το κνήφη* (< κνῶ). Το ι οφείλεται πιθ. σε επίδραση τών συγγενών κνίζω, κνίδη] … Dictionary of Greek
κνηφώ — κνηφῶ (Α) [κνήφη] έχω κνησμό … Dictionary of Greek
ξύσμα — το (ΑΜ ξῡσμα και εσφ. γρφ. ξύσμα) [ξύω] 1. απόριμμα που μένει από το ξύσιμο μιας επιφάνειας 2. (για ξύλο) ροκανίδι 3. (για μέταλλα) ρίνισμα, απότριμμα 4. (για τυρί) τρίμμα 5. ξεφτίδι, ξέφτι, ξέφτισμα υφάσματος αρχ. 1. ό,τι έχει σκαλιστεί με… … Dictionary of Greek
ՄՈՒՆ — (մնոյ կամ մունի.) NBH 2 0300 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c գ. σκνίψ, κνίψ culex, vermiculus, pediculus κνήφη prurigo, pruritus. վր. մու՛մլի. Մժեխ խայթոցաւոր. կամ այլ ճճի. որդն. երր. մարմաջ. (որպէս յն. սքնի՛փս, քնի՛փս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… … Proto-Indo-European etymological dictionary