- κνώψ
κνώψ,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνώψ,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνωψ — κνώψ, ωπός, ὁ (Α) κινώπετον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παραλλαγή τού κνώδαλον, κατά τα κνίψ, σήψ] … Dictionary of Greek
URSUS — I. URSUS Consul an. Urb. cond. 1000. II. URSUS Pileatus, Sex. Ruf. locus Romae, apud Portam Esquelinam. Ubis aedes S. Bibianoe virgin. Hinc S. Bibtana dicitur. III. URSUS quasi orsus Isidoro, ut vidums; Barthio potius a viurgente et pettinaci… … Hofmann J. Lexicon universale
κινώπετον — κινώπετον, τὸ (Α) 1. δηλητηριώδες ζώο 2. (ειδ.) φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνώψ, κνωπός «δηλητηριώδες ζώο. φίδι» σχηματίστηκε με ανάπτυξη τού φωνήεντος ι μεταξύ τών συμφώνων κν και εμφανίζει επίθημα ετον (πρβλ. μάσπ ετον, όρπ ετον)] … Dictionary of Greek
κνωπεύς — κνωπεύς, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αρκούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κνωπ τού άγνωστης ετυμολ. κνώψ + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
κνωπόμορφος — κνωπόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει τη μορφή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώψ, πός + μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό μορφος, λεοντό μορφος] … Dictionary of Greek
ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… … Proto-Indo-European etymological dictionary