- γνώστης
γνώστης, ὁ, dasselbe; πίστεως παρέχεσϑαι καὶ βεβαιωτήν Plut. Flam. 4; übh. der Kenner, N. T.; vgl. Möris p. 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνώστης, ὁ, dasselbe; πίστεως παρέχεσϑαι καὶ βεβαιωτήν Plut. Flam. 4; übh. der Kenner, N. T.; vgl. Möris p. 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνώστης — one that knows masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… … Dictionary of Greek
γνώστης — ο αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, ο ειδήμονας: Είναι γνώστης των γεγονότων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωστῆς — γνωστός known fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνῶστα — γνώστης one that knows masc voc sg γνώστης one that knows masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστέων — γνώστης one that knows masc gen pl (epic ionic) γνωστέος masc/fem/neut gen pl γνωστός known masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστῶν — γνώστης one that knows masc gen pl γνωστός known fem gen pl γνωστός known masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνῶσται — γνώστης one that knows masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώσταις — γνώστης one that knows masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώστην — γνώστης one that knows masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώστου — γνώστης one that knows masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)