- κίλλος
κίλλος. ὁ, der Esel, nach Hesych. cyprisch, nach Poll. 7, 56 dor.; vgl. κίλλης u. κίλλιος; vielleicht mit κίλλω zusammenhangend, der Traber.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίλλος. ὁ, der Esel, nach Hesych. cyprisch, nach Poll. 7, 56 dor.; vgl. κίλλης u. κίλλιος; vielleicht mit κίλλω zusammenhangend, der Traber.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίλλος — κίλλος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. όνος 2. αστράγαλος, κύβος, κότσι από πόδι όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιλλός, με αναβιβασμό του τόνου] … Dictionary of Greek
κιλλός — κιλλός, ή, όν (ΑΜ) αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, σταχτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. κελ τού τ. κελ αινός «σκουρόχρωμος», με τροπή τού ε σε ι (κλειστοποίηση) τα λλ ερμηνεύονται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός … Dictionary of Greek
κιλλός — ass coloured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλος — ass masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κίλλας ή Κίλλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ηνίοχος του Πέλοπα και πέθανε στην υπηρεσία του. Ο Πέλοπας ίδρυσε προς τιμήν του ένα ιερό του Κιλλαίου Απόλλωνα, κοντά στον τάφο του Κ. Ο θεός, επειδή ευχαριστήθηκε από την τιμή, βοήθησε τον Πέλοπα να νικήσει τον Οινόμαο… … Dictionary of Greek
κιλλόν — κιλλός ass coloured masc acc sg κιλλός ass coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλοι — κίλλος ass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλον — κίλλος ass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλου — κίλλος ass masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλων — κίλλος ass masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλιος — κίλλιος, ία, ον (Α) [κίλλος] αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, κιλλός* («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.) … Dictionary of Greek