- κίναθος
κίναθος, ὁ, nach Phot. lez. ϑησαυρισμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίναθος, ὁ, nach Phot. lez. ϑησαυρισμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίναθος — κίναθος, ὁ (Α) το αποθησαύρισμα που γίνεται σιγά σιγά («οἱ δὲ τὸν θησαυρισμὸν κίναθον καλοῡσι», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με κιναθίζω με τη σημ. «αποθησαυρίζω»] … Dictionary of Greek