κίβδηλος

κίβδηλος

κίβδηλος, eigtl. von unreinem, von den Schlacken nicht gehörig gesäubertem Metall, wodurch bes. das Gold an Gehalt u. Ansehen verliert, dah. verfälscht, unächt; χρυσός Theogn. 119; Eur. Med. 516; νόμισμα, falsche Münze, Xen. Hem. 3, 1, 9; bei Suid. u. Schol. Ar. Av. 158 wunderlich abgeleitet παρὰ τὸ ὑπὸ Χίων δεδηλῆσϑαι, also für χίβδηλος. – Uebertr. von Menschen, betrügerisch, falsch, bes. im Handel u. Wandel; Theogn. 117. 459; κίβδηλον κακόν nennt Eur. Hipp. 616 die Weiber; κίβδηλόν τι πωλεῖν Plat. Legg. XI, 916 d; κίβδηλα ἐπιτηδεύματα 918 a; τὴν πόλιν κίβδηλον καὶ ἄπιστον ποιεῖν, unzuverlässig, Dem. Lpt. 167; zweideutig, Theogn. 123; χρησμός, ein doppelsinniges Orakel, Her. 1, 66. 75. – Auch = unächt von Seiten der Geburt, = νόϑος, Theogn. 123; Ggstz von ἀληϑεῖς, τιμαί Plat. Legg. V, 728 d; νόϑα καὶ κίβδηλα ϑωπεύματα Plut. reip. ger. praec. 31; ὅσα κ. καὶ νόϑα καὶ παρακεκομμένα Luc. adv. ind. 2; μηδὲν κάβδηλον ἑαυτῇ συνειδυῖα Hermot. 51. – Adv. κιβδήλως, falsch, Phryn. 415.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίβδηλος — adulterated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός …   Dictionary of Greek

  • κίβδηλος — η, ο 1. νοθευμένος, κάλπικος, πλαστός: Έχει κίβδηλα χαρτονομίσματα. 2. δόλιος, ανειλικρινής: Πρόκειται για κίβδηλο άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιβδηλότατον — κίβδηλος adulterated masc acc superl sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλως — κίβδηλος adulterated adverbial κίβδηλος adulterated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίβδηλον — κίβδηλος adulterated masc/fem acc sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδηλοτάτην — κίβδηλος adulterated fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλοιο — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλοις — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλοισι — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδήλου — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”