- κίβδης
κίβδης, ὁ, = κακοῦργος, ein Fälscher, Betrüger, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίβδης, ὁ, = κακοῦργος, ein Fälscher, Betrüger, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίβδης — (Α) [κίβδος] (κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος, κάπηλος, χειροτέχνης» … Dictionary of Greek
κίβδος — κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α) σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν… … Dictionary of Greek