- κίνδαλος
κίνδαλος, ὁ, s. κύνδαλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίνδαλος, ὁ, s. κύνδαλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίνδαλος — κίνδαλος, ὁ (Α) βλ. κύνδαλος … Dictionary of Greek
κίνδαλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινδάλου — κίνδαλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CYNDALISMUS — Graece Κουνδαλισμὸς, genus ludi, quô qui ludebaut Κυνταλοπαὶκται vel Κυνδαλοπαῖκται dicti. Paxillum hi humectae tetrae infigentes, eumque alterô paxillô verberantes, in capite seu summitate elidere nitebantur, Pollux, l. 9. c. 7. Angl. Dust point … Hofmann J. Lexicon universale
κύνδαλος — και κίνδαλος, ο (Α κύνδαλος, πληθ. και τὰ κύνδαλα) 1. ξύλινος ή σιδερένιος πάσσαλος, παλούκι, με το οποίο φράζεται μια τρύπα ή συνδέονται δύο τμήματα ενός συνόλου 2. σφήνα, έμβολο, γόμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek