- κίνναμον
κίνναμον, τό, = κιννάμωμον, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίνναμον, τό, = κιννάμωμον, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίνναμον — κίνναμον, τὸ (ΑΜ) το κιννάμωμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κιννάμωμο] … Dictionary of Greek
κίνναμον — cinnamus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιννάμοις — κίνναμον cinnamus neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιννάμου — κίνναμον cinnamus neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιννάμῳ — κίνναμον cinnamus neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AMOMUM — ἀμωμον, dictum Graecis veterib. omne aroma, quod sincerum et inculpatum esset, ut πιςτικὴ νάρδος in Euangelio Marc. c. 14. v. 3. dicitur, quae sine dolo est, et minime adulterata. Sic ἀμωμον λιβάνιον, tus sincerum, et αμωμον simplicirer. Inde et… … Hofmann J. Lexicon universale
CINNAMA — apud Statium, Thebaid. l. 6. v. 61. Tertius assurgens Arabum strue tollitur ordo, Eoas complexus opes, incanaque glebis Tura, et ab antiquo durantia Cinnama Belo. Quid sint, dicemus infra. Hic saltem durabilitatem cinnami considerabimus, quam… … Hofmann J. Lexicon universale
CINNAMOMUM — Graece Κιννάμωμον, quasi κίνναμον ἄμωμον, Latinis Cinnamomum quoque, et Cinnamum, de quo multa fabulose tradit Antiquitas, uti vidimus; Garciae ab Horto idem cum casia est: infimâ aetate Graeci Latinique Imperii cum κανέλᾳ illud quoque… … Hofmann J. Lexicon universale
κιννάμωμο — και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά 2. το … Dictionary of Greek
κινναμολόγος — κινναμολόγος, ὁ (Α) 1. αυτός που μαζεύει κιννάμωμο* 2. το μυθικό ινδικό πτηνό κιννάμωμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίνναμον + λόγος (< λόγος < λέγω)] … Dictionary of Greek