- γίγγλαρος
γίγγλαρος, ὁ, eine ägyptische Flöte, Poll. 4, 82.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γίγγλαρος, ὁ, eine ägyptische Flöte, Poll. 4, 82.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γίγγλαρος — γίγγλαρος, ο (Α) μικρός αιγυπτιακός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γίγγρος, με ανομοίωση και παρέκταση με ρ ] … Dictionary of Greek
γίγγλαρος — flute masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek