γιγγλυμός — γίγγλυμος hinge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγγλυμος — hinge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγγλυμος — ο (Α γίγγλυμος και γιγγλυμός) γωνιώδης άρθρωση, κλείδωση που επιτρέπει κίνηση κατά ένα άξονα (όπως η άρθρωση τού αγκώνα) αρχ. 1. στρόφιγγα, μεντεσές πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου 2. πόρπη 3. σύνδεσμος, κούμπωμα στον θώρακα τής πανοπλίας… … Dictionary of Greek
γιγγλυμοί — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres subj mp 2nd sg γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλυμῶν — γίγγλυμος hinge masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλύμοις — γίγγλυμος hinge masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλύμου — γίγγλυμος hinge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλύμους — γίγγλυμος hinge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλύμῳ — γίγγλυμος hinge masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγγλυμοι — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγγλυμον — γίγγλυμος hinge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)