γίγγλυμος

γίγγλυμος

γίγγλυμος, (schlechtere Betonung, ιγγλυμός), Vergliederung, wo etwas Hervorstehendes in eine Vertiefung eingreift, vgl. Arist. de anim. 3, 10; Knochengelenk, Medic.; die Gelenke des Panzers, Xen. de re equ. 12, 6; die Thürangeln, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γιγγλυμός — γίγγλυμος hinge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγλυμος — hinge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγλυμος — ο (Α γίγγλυμος και γιγγλυμός) γωνιώδης άρθρωση, κλείδωση που επιτρέπει κίνηση κατά ένα άξονα (όπως η άρθρωση τού αγκώνα) αρχ. 1. στρόφιγγα, μεντεσές πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου 2. πόρπη 3. σύνδεσμος, κούμπωμα στον θώρακα τής πανοπλίας… …   Dictionary of Greek

  • γιγγλυμοί — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres subj mp 2nd sg γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλυμῶν — γίγγλυμος hinge masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμοις — γίγγλυμος hinge masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμου — γίγγλυμος hinge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμους — γίγγλυμος hinge masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμῳ — γίγγλυμος hinge masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγλυμοι — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγλυμον — γίγγλυμος hinge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”