- γίγαρτον
γίγαρτον, τό, Weinbeerenkern, im plur., Ar. Pax 617; Theophr.; Sp. = στέμφυλα, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γίγαρτον, τό, Weinbeerenkern, im plur., Ar. Pax 617; Theophr.; Sp. = στέμφυλα, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γίγαρτον — grape stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγάρτοις — γίγαρτον grape stone neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγάρτου — γίγαρτον grape stone neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγάρτων — γίγαρτον grape stone neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγάρτῳ — γίγαρτον grape stone neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγαρτα — γίγαρτον grape stone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
скорлупа — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. γίγαρτον) зерно виноградной ягоды. … … Словарь церковнославянского языка
γίγαρτο — το (AM γίγαρτον) ο μικρός πυρήνας, το κουκούτσι τού σταφυλιού ||αρχ. πληθ. τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό δημώδη όρο με αναδιπλασιασμό. Αμφισβητείται ο συσχετισμός του με τα λατ. grānum «κόκκος» και νέο άνω γερμανικό Korn, ενώ είναι… … Dictionary of Greek
καταγιγαρτίζω — (Α) (με άσεμνη σημ.) βγάζω τα κουκούτσια από καρπό, καταγαμώ («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γιγαρτίζω (< γίγαρτον «το κουκούτσι τού σταφυλιού»), πρβλ. εκ γιγαρτίζω] … Dictionary of Greek
ԹԻՆ — (թնոյ կամ թնի.) NBH 1 0812 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 13c գ. γίγαρτον granum acini, acinus vinaceus Կորիզ խաղողոյ, կամ սերմն նորա. խաւողի կուտ .... եբր. զակ, որ է նաեւ կեղեւ. *Ի չամչոյ մինչեւ ցթինն մի՛ կերիցէ. Թուոց. ՟Զ. 4:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿՈՐԻԶ — (կորզոյ.) NBH 1 1119 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 14c գ. Կուտ. հատն հատն ʼի միջուկի պտղոց. որ եւ ՍԵՐՄՆ. μεσαίτατον, γίγαρτον եւն. կուտ. ... *Մրջիւնն զհատ կամ զկորիզ իրք (գուցէ իրիք) յորժամ տանի ʼի ծակն, ընդ մէջ կտրէ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)