κίσηρις

κίσηρις

κίσηρις, εως, ἡ, u. ä., f. κίσσηρις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίσηρις — κί̱σηρις , κίσηρις fem nom sg κί̱σηρις , κίσηρις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσηρις ή ελαφρόπετρα — Ηφαιστειογενές πέτρωμα το οποίο χαρακτηρίζεται από τη σπογγώδη υφή του. Ονομάζεται και ηφαιστειακή ύαλος. Σε μερικές περιπτώσεις, ο όγκος των πόρων μπορεί να φτάσει το 50% του συνολικού όγκου. Η παρουσία των πόρων αυτών οφείλεται στην ταχύτητα… …   Dictionary of Greek

  • κισήρει — κῑσήρει , κίσηρις fem nom/voc/acc dual (attic epic) κῑσήρεϊ , κίσηρις fem dat sg (epic) κῑσήρει , κίσηρις fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

  • κισήρεις — κῑσήρεις , κίσηρις fem nom/voc pl (attic epic) κῑσήρεις , κίσηρις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσηριν — κί̱σηριν , κίσηρις fem acc sg κί̱σηριν , κίσηρις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαφρόπετρα — Σπογγώδης, ελαφριά, ηφαιστειογενής πέτρα, γεμάτη πόρους. Στη σύνθεση μοιάζει με το γυαλί, έχει πάρει όμως διαφορετική μορφή γιατί προέρχεται από υγρή λάβα που έχει κρυώσει απότομα. Βρίσκεται κυρίως στη Θήρα (Σαντορίνη) και στα ιταλικά νησιά… …   Dictionary of Greek

  • ελαφρόπετρα — η αλαφρόπετρα, κίσηρις …   Dictionary of Greek

  • κίσ(σ)ηρος — και κίσηρας, ὁ (Μ) [κίσηρις] (ενν. λίθος) η κίσηρη …   Dictionary of Greek

  • κίσηρη — η (Α κίσηρις, ήρεως και ήριδος και κίσηλις) ελαφρός σπογγοειδής ή διάτρητος λίθος, ελαφρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • κατακισηρίζω — (Α) τρίβω σημεία τού δέρματος με ελαφρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κισηρίζω «τρίβω με ελαφρόπετρα» (< κίσηρις «ελαφρόπετρα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”