- κίστος
κίστος, ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüthe, κίστος ἄῤῥην, u. mit weißer Blüthe, κίστος ϑῆλυς, Diosc.; auch κίσϑος, s. oben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίστος, ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüthe, κίστος ἄῤῥην, u. mit weißer Blüthe, κίστος ϑῆλυς, Diosc.; auch κίσϑος, s. oben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίστος — (Cistus). Γένος φυτών της οικογένειας των κιστιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 25 είδη, κοινά στις μεσογειακές περιοχές. Πρόκειται για μικρά φρύγανα ή αρωματικούς, αείφυλλους θάμνους, με πυκνές τρίχες, ύψους μέχρι 1 μ., οι… … Dictionary of Greek
κίσταρος — ο (Α κίσταρος και κίσθαρος) το φυτό κίστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίστος + κατάλ. αρος (πρβλ. κόμ αρος, χίμ αρος)] … Dictionary of Greek
κιστό — το το φυτό κίστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίστος, ὁ, με μεταβολή γένους και καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
φασκομηλία — Λέγεται και αλιφασκιά (σάλβια η φαρμακευτική). Αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό της οικογένειας των λαμπιατών ή χειλανθών (δικοτυλήδονα). Ιθαγενές των ημιορεινών παραμεσόγειων περιοχών, στην Ελλάδα συναντάται κυρίως σε ξερές πετρώδεις τοποθεσίες.… … Dictionary of Greek
φασκομηλιά — Λέγεται και αλιφασκιά (σάλβια η φαρμακευτική). Αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό της οικογένειας των λαμπιατών ή χειλανθών (δικοτυλήδονα). Ιθαγενές των ημιορεινών παραμεσόγειων περιοχών, στην Ελλάδα συναντάται κυρίως σε ξερές πετρώδεις τοποθεσίες.… … Dictionary of Greek
αγριοφασκομηλιά — και φασκομηλιά, η Βοτ. κοινή ονομασία δύο ειδών τού γένους Κίστος* τής οικογένειας των Κιστιδών, τού Cistus paroiflorus και τού C. salvifolius, γνωστότερου ως κουνουκλιά … Dictionary of Greek
ηλιανθές — ἡλιανθές, τό (Α) το φυτό κίστος ο δαφνόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *ηλιανθής] … Dictionary of Greek
ηλιοκαλλίς — ἡλιοκαλλίς, ίδος, ἡ (Α) το φυτό κίστος, αγριοφασκομηλιά, αλάδανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καλλις (< κάλλος, το)] … Dictionary of Greek
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek
κίσθαρος — ο (Α κίσθαρος) είδος τού φυτού κίστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος + επίθημα αρος (πρβλ. κίσσ αρος, κόμ αρος)] … Dictionary of Greek
κίσθος — και κισθός, ὁ (Α) ο μικρός θάμνος κίστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως] … Dictionary of Greek