κίσσινος

κίσσινος

κίσσινος, von Epheu gemacht; σκύφος Eur. bei Ath. XI, 477 a; στέφανος Eur. Bacch. 701; Ath. V, 200 e u. öfter; auch ποτήρ, Eur. Alc. 759.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίσσινος — κίσσινος, ίνη, ον (Α) [κισσός] 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από κισσό ή ξύλο κισσού («στεφανοῡν τε κρᾱτα κισσίνοις βλαστήμασιν», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κίσσινον ονομασία εμπλάστρου …   Dictionary of Greek

  • κισσίνη — κίσσινος of ivy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσίνην — κίσσινος of ivy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσίνους — κίσσινος of ivy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσίνῃ — κίσσινος of ivy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσσιν' — κίσσινα , κίσσινον of ivy neut nom/voc/acc pl κίσσινα , κίσσινος of ivy neut nom/voc/acc pl κίσσινε , κίσσινος of ivy masc voc sg κίσσιναι , κίσσινος of ivy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσίνας — κισσίνᾱς , κίσσινος of ivy fem acc pl κισσίνᾱς , κίσσινος of ivy fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσίνων — κίσσινον of ivy neut gen pl κίσσινος of ivy fem gen pl κίσσινος of ivy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσσινον — of ivy neut nom/voc/acc sg κίσσινος of ivy masc acc sg κίσσινος of ivy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσήεις — κισσήεις, εσσα, ῆεν (AM) κίσσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα ήεις (πρβλ. ανθ ήεις, δενδρ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”