- κίσσαρος
κίσσαρος, ὁ, = κισσός, Hippocr. bei Erotian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίσσαρος, ὁ, = κισσός, Hippocr. bei Erotian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίσσαρος — κίσσαρος, ὁ (AM) μσν. κισσός αρχ. 1. κύσσαρος 2. το φυτό κίστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα αρος (πρβλ. κάνθ αρος, κόμ αρος)] … Dictionary of Greek
κίσσαρον — κίσσαρος rock rose masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
k̂ik-1 — k̂ik 1 English meaning: strap Deutsche Übersetzung: etwa “Riemen” Material: O.Ind. sic f., sikya n. “ loop, noose, snare, suspenders “, süikya “ damasziert, lit. mit Schlingen versehen “; Gk. κίσσαρος and κισσός “ivy” (?); Lith.… … Proto-Indo-European etymological dictionary