γέλασμα

γέλασμα

γέλασμα, τό, das Lachen, übertr., κυμάτων Geplätscher der Wellen, Aesch. Pr. 90; Poll. 6, 200.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γέλασμα — smile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλασμα — το (AM γέλασμα) [γελώ] 1. το γέλιο 2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως 3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία νεοελλ. το ξεγέλασμα, η απάτη αρχ. ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.) …   Dictionary of Greek

  • γέλασμα — το 1. το γέλιο. 2. εξαπάτηση, πλάνη. 3. κορόιδο, μπαίγνιο, περίγελος: Ήταν το γέλασμα του σχολείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • απάτη — η 1. ψέμα για δική μας ωφέλεια και ζημιά αλλουνού, γέλασμα: Με απάτη του πήρε αρκετές χιλιάδες δραχμές. 2. λαθεμένη αντίληψη, πλάνη: Ο λεγόμενος αντικατοπτρισμός είναι οπτική απάτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπλάνεμα — το, ατος αποπλάνηση, γέλασμα, απάτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωταπριλιά — η 1. η πρώτη μέρα του Απρίλη. 2. (λαογρ.), το γέλασμα, το ψέμα που συνηθίζεται να λέγεται τη μέρα αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”