- γέλασις
γέλασις, ἡ, das Lachen, E. M. v. φρύαγμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γέλασις, ἡ, das Lachen, E. M. v. φρύαγμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελάσις — γελάσῑς , γέλασις laughing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελάσει — γέλασις laughing fem nom/voc/acc dual (attic epic) γελάσεϊ , γέλασις laughing fem dat sg (epic) γέλασις laughing fem dat sg (attic ionic) γελάω laugh aor subj act 3rd sg (epic) γελάω laugh fut ind act 3rd sg γελάω laugh fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελάσεις — γέλασις laughing fem nom/voc pl (attic epic) γέλασις laughing fem nom/acc pl (attic) γελάω laugh aor subj act 2nd sg (epic) γελάω laugh fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελασίων — γέλασις laughing fem gen pl (epic doric ionic aeolic) γελάω laugh fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελάση — γέλασις laughing fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελάσης — γέλασις laughing fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελάσιε — γέλασις laughing fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελάσιος — γέλασις laughing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελάσεως — γελάσεω̆ς , γέλασις laughing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελάσῃ — γελάσηι , γέλασις laughing fem dat sg (epic) γελάω laugh aor subj mid 2nd sg γελάω laugh aor subj act 3rd sg γελάω laugh fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)