- γέφῡρίζω
γέφῡρίζω, nach VLL. ἐν Ἐλευσῖνι ἐπὶ τῆς γεφύρας τοῖς μυστηρίοις καϑεζόμενοι ἔσκωπτον τοὺς παριόντας; übh. = zügellos schimpfen, Plut. Sull. 6. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γέφῡρίζω, nach VLL. ἐν Ἐλευσῖνι ἐπὶ τῆς γεφύρας τοῖς μυστηρίοις καϑεζόμενοι ἔσκωπτον τοὺς παριόντας; übh. = zügellos schimpfen, Plut. Sull. 6. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεφυρίζω — (Α) [γέφυρα] (γενικά) κοροϊδεύω, χλευάζω με ελευθεροστομία (από τη συνήθεια αυτών που περίμεναν στη γέφυρα τού Κηφισσού, στην Ιερά Οδό μεταξύ Αθηνών, Ελευσίνας, για να πειράξουν τους μύστες τών Ελευσινίων Μυστηρίων κατά την επιστροφή τους στην… … Dictionary of Greek
Betacode — In Betacode (Kodierungsverfahren) lassen sich mit dem Ascii Zeichensatz, also mit den auf der üblichen Computer Tastatur vorhandenen Zeichen, Texte schreiben, die in einem zweiten Schritt durch einen Konverter in Unicode umgewandelt werden können … Deutsch Wikipedia
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
γεφυρισμός — γεφυρισμός, ο (Α) [γεφυρίζω] άσεμνο σκώμμα … Dictionary of Greek
γεφυριστής — γεφυριστής, ο (Α) [γεφυρίζω] αυτός που μετέχει σε γεφυρισμούς … Dictionary of Greek
γεφυρίζοντες — γεφῡρίζοντες , γεφυρίζω abuse from the causeway pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεφυρίζων — γεφῡρίζων , γεφυρίζω abuse from the causeway pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)