κέστρωσις

κέστρωσις

κέστρωσις, , das Eingraben, Graviren mit einem spitzen Eisen, von Hesych. erkl. βαφικὴ μιμουμένη, etwa von enkaustischer Malerei.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέστρωσις — κέστρωσις, ἡ (Α) είδος εγκαυστικής ζωγραφικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κεστρῶ] …   Dictionary of Greek

  • κέστρωσις — encaustic painting fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”