κέρθιος

κέρθιος

κέρθιος, , ein kleiner Vogel, Arist. H. A. 9, 17, eine Art Baumläufer.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέρθιος — tree creeper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερθιίδες — (certhiidae). Οικογένεια στρουθιομόρφων πτηνών, η οποία περιλαμβάνει μικρά πουλιά με λεπτό και καμπυλωτό ράμφος, μακριά δάχτυλα και νύχια σαν αγκίστρια. Η ουρά τους είναι μονίμως τεντωμένη και πολλές φορές χρησιμεύει ως στήριγμα. Οι κ. ζουν σε… …   Dictionary of Greek

  • картавый — из *кортавый (*kъrtavъ), ср. болr. крътѣние γρυλλισμός grunnitus , словен. zakrtiti строго приказать, поручать , польск. karcic порицать, наказывать , kartac – то же (откуда и укр. картати порицать ); см. Бернекер 1, 670; Брюкнер 220; Мi. ЕW 157 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”