- κέρχνος
κέρχνος, ὁ, Trockenheit, Rauhigkeit, χελώνης Soph. frg. 278; bes. Rauhigkeit des Halses, Heiserkeit, Medic. – Durch Metathesis = κέγχρος, VLL., wie Poll. 7, 99, ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτὸς κέρχνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέρχνος, ὁ, Trockenheit, Rauhigkeit, χελώνης Soph. frg. 278; bes. Rauhigkeit des Halses, Heiserkeit, Medic. – Durch Metathesis = κέγχρος, VLL., wie Poll. 7, 99, ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτὸς κέρχνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέρχνος — millet masc/fem nom sg κέρχνος millet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… … Dictionary of Greek
κέρχνον — κέρχνος millet masc/fem acc sg κέρχνος millet neut nom/voc/acc sg κέρχνος millet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρχνου — κέρχνος millet masc/fem/neut gen sg κέρχνος millet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρχνων — κέρχνος millet masc/fem/neut gen pl κέρχνος millet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερχνίον — κερχνίον, τὸ (Α) επιγρ. (υποκορ. τού κέρχνος (III)* μικρό κέρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρχνος (III) + υποκορ. κατάλ. ίον] … Dictionary of Greek
κερχνηίς — ίδος και κερχνής, ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, ίδος και κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. ηίς, που απαντά και σε… … Dictionary of Greek
χέρχνος — ὁ, Α κέρχνος*. κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κέρχνος*] … Dictionary of Greek
Kernos — Pour les articles homonymes, voir Kernos (revue). Kernos en terre cuite, de la période du Cycladique Ancien III Cycladique Moyen II (v. 2000 av. J. C.), découvert dans une tombe à Mélo … Wikipédia en Français
Kernos — de terracota, del periodo Cicládico Antiguo III Cicládico Medio II (h. 2000 a. C.), descubierto en una tumba de Milo y conservado en el Museo del Louvre (Sèvres 3552). En la cerámica griega, un kernos (en griego antiguo κέρνος o κέρχνος … Wikipedia Español
AURI Adamas — Α᾿δάμας Graecis, dictum est, quod cum reliquo auroso lapide (quâ voce indigitatur lapis auri venâ micans, Graecis λὶθος χρυσίτις) in farinam moli non potest, nec pilis ferreis comminui, ut apud Pollucem videre est. Alias Flos auri, quod optimum… … Hofmann J. Lexicon universale