κέρχνη

κέρχνη

κέρχνη, , der Thurmfalke, tinnunculus, wegen seiner heisern Stimme so genannt, vgl. Schol. Ar. Av. 588. Andere Erkl. giebt noch Phot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέρχνη — κέρχνη, ἡ (Α) βλ. κερχνηίς …   Dictionary of Greek

  • κέρχνη — hawk fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχνηίδων — κέρχνη hawk fem gen pl κέρχνη hawk fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχνηίς — κέρχνη hawk fem nom sg κέρχνη hawk fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχνῄδων — κέρχνη hawk fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχνῄς — κέρχνη hawk fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχνῇδας — κέρχνη hawk fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχνῇδος — κέρχνη hawk fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρχνης — κέρχνη hawk fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχνηίς — ίδος και κερχνής, ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, ίδος και κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. ηίς, που απαντά και σε… …   Dictionary of Greek

  • κεγχρίς — κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) [κέγχρος] 1. κέρχνη* 2. είδος πτηνού που τρώει σπόρους σύκου 3. κεχρί 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”