γέρυνος, ὁ, = γυρῖνος, Nic. Th. 920 Al. 576.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γέρυνος — γέρυνος, ο (Α) ο γύρινος ή γυρίνος (βάτραχος) … Dictionary of Greek
γέρυνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερύνων — γέρυνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)