- κάλλυσμα
κάλλυσμα, τό, das Ausgefegte, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλλυσμα, τό, das Ausgefegte, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλλυσμα — κάλλυσμα, τὸ (Α) [καλλύνω] αυτό που αποβάλλεται μετά τον καθαρισμό, το σκουπίδι … Dictionary of Greek
κάλλυσμα — sweeping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλύσματα — κάλλυσμα sweeping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… … Dictionary of Greek
σαρμός — ὁ, Α [σαίρω (ΙΙ)] (κατά τον Ησύχ.) «σωρὸς γῆς καὶ κάλλυσμα, ἄλλοι ψάμον, ἄλλοι χόρτον» … Dictionary of Greek