- ζάλος
ζάλος, ὁ, = ζάλη, ἰλυόεις, schlammiger Strudel, Nic. Th. 568, Schol. βορβορῶδες κῦμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζάλος, ὁ, = ζάλη, ἰλυόεις, schlammiger Strudel, Nic. Th. 568, Schol. βορβορῶδες κῦμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζάλος — mud masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλος — (I) ο (Μ ζάλος) νεοελλ. 1. ζάλη, σκοτοδίνη «έχει ζάλο στο κεφάλι» 2. ζαλιά*, φορτίο μσν. βάσανο, σκοτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους]. (II) ζάλος, ὁ (Α) λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ζάλος — ο ζάλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζάλοις — ζάλος mud masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλον — ζάλος mud masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλου — ζάλος mud masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλῳ — ζάλος mud masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek
ζαλοειδής — ζαλοειδής, ές (Μ) θυελλώδης, ζαλόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλος (I) + κατάλ. ειδής (πρβλ. ομο ειδής, ωο ειδής)] … Dictionary of Greek
ζαλώδης — ζαλώδης, ες (Μ) [ζάλος Ι] θυελλώδης … Dictionary of Greek
dei̯ǝ-2 (di̯ā-, di̯ǝ-, dī-) — dei̯ǝ 2 (di̯ā , di̯ǝ , dī ) English meaning: to swing, move Deutsche Übersetzung: ‘sich schwingen, herumwirbeln (Balt and partly griech.); eilen, nacheilen, streben” Material: O.Ind. dī yati “flies, hovers”; Gk. δῖνος m. “whirl,… … Proto-Indo-European etymological dictionary