γάλαξ

γάλαξ

(γάλαξ) γάλακες, αἱ, eine glatte Muschel, Arist. H. A. 4, 4, v. l. γαλάδες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γάλαξ — γάλαξ, η (Α) είδος οστρακόδερμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα, ονομασία που οφείλεται στο χρώμα του] …   Dictionary of Greek

  • γάλαξ — shell fish fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλακες — γάλαξ shell fish fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλακι — γάλαξ shell fish fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλακος — γάλαξ shell fish fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • νεογάλαξ — νεογάλαξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που μόλις πριν από λίγο άρχισε να θηλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γάλαξ (< γάλα), πρβλ. ομο γάλαξ] …   Dictionary of Greek

  • ομογάλακτες — ὁμογάλακτες, οἱ (Α) 1. άτομα που έχουν ανατραφεί μαζί, που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, χωρίς όμως να είναι εξ αίματος αδέλφια 2. άτομα που κατάγονταν από την ίδια οικογένεια ή φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. *ομογάλαξ < ομ(ο) * + γάλαξ… …   Dictionary of Greek

  • -ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή …   Dictionary of Greek

  • πωγωνίας — ο, ΝΑ γενειοφόρος νεοελλ. ζωολ. α) είδος πιθήκων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μακριάς λευκής γενειάδας και ζουν στο Κονγκό και στην νήσο Φερνάντο Πόο β) γένος οστεοϊχθύων τής οικογένειας συανίδες αρχ. 1. αστρον. κομήτης με πώγωνα,… …   Dictionary of Greek

  • γάλαξι — γάλα lac neut dat pl γάλαξ shell fish fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”