- γάλιον
γάλιον, τό, galeum, Labkraut, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γάλιον, τό, galeum, Labkraut, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γάλιον — bedstraw neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλίου — γάλιον bedstraw neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλίων — γάλιον bedstraw neut gen pl γαλιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γαλιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Galio — I (Del gr. galion.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Hierba rubiácea con tallos erguidos, delgados y ramosos con flores amarillas que se encuentra en los prados (Gallium.) II (Del lat. gallus.) ► sustantivo masculino QUÍMICA Metal blanco, duro y… … Enciclopedia Universal
γάλιο — (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους … Dictionary of Greek
γαλέριον — γαλέριον, το (Α) το γάλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γάλιο] … Dictionary of Greek
galio — galio1 (Del lat. galĭon, y este del gr. γάλιον). m. Hierba de la familia de las Rubiáceas, con tallos erguidos, de tres a seis decímetros, delgados, nudosos y ramosos; hojas lineales, surcadas, casi filiformes y puntiagudas, flores amarillas en… … Diccionario de la lengua española
geli-, glī- — geli , glī English meaning: mouse Deutsche Übersetzung: “Maus under likewise” Material: O.Ind. girí ḥ, girikü f. “ mouse “ (Lex.); Gk. γαλέη (*gelei̯ ü, originally “ the murine “?) “weasel, marten”, from which borrowed Lat.… … Proto-Indo-European etymological dictionary