- κάθαρτρον
κάθαρτρον, τό, Reinigungsmittel, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάθαρτρον, τό, Reinigungsmittel, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάθαρτρον — κάθαρτρον, τὸ (Μ) [καθαίρω] εξαγνιστικό, καθαρτήριο μέσο, τρόπος εξιλασμού … Dictionary of Greek