κάλχη — murex fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλχῃ — κάλχη murex fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλχη — η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη) ο κοχλίας ή ο έλικας τού ιωνικού κιονοκράνου αρχ. 1. ο κοχλίας τής πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα 2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα 3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που … Dictionary of Greek
καλχᾶν — κάλχη murex fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλχῶν — κάλχη murex fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλχαις — κάλχη murex fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλχην — κάλχη murex fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλχης — κάλχη murex fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALCHA — apud Plin. l. 25. c. 8. Est et buphthalmos similis boum oculis foliô foeniculi circa oppida nascens fruticosa caulibus, qui et manduntur decocti. Quidam Calchan vocant. Ita veteres libri: dioscorides habet κάχλαν, Siculi κάλθαν dixêre, unde… … Hofmann J. Lexicon universale
καλχαίνω — (Α) 1. κάνω κάτι πορφυρό, δίνω σε κάτι πορφυρό χρώμα 2. μτφ. κάνω κάτι σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη θάλασσα 3. ταράσσω τον νου μου, ανησυχώ, σκέπτομαι ή εξετάζω κάτι κατά βάθος («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ ἔπος», Σοφ.) 4. μτφ. επιθυμώ… … Dictionary of Greek
κάλχα — κάλχᾱ , κάλχη murex fem nom/voc/acc dual κάλχᾱ , κάλχη murex fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)