κάλυβος

κάλυβος

κάλυβος, , = καλύβη, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλυβός — chamber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυβός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (48 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 408 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης.… …   Dictionary of Greek

  • Agios Nikolaos (Gemeinde) — Gemeinde Agios Nikolaos Δήμος Αγίου Νικολάου (Άγιος Νικόλαος) …   Deutsch Wikipedia

  • καλυβῶν — καλύβη hut fem gen pl καλυβός chamber masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”