- πτιλωτός
πτιλωτός, gefiedert, Sp.; auch = mit Daunen gestopft, προςκεφάλαια, Poll. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτιλωτός, gefiedert, Sp.; auch = mit Daunen gestopft, προςκεφάλαια, Poll. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτιλωτός — ή, ό / πτιλωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει ή είναι παραγεμισμένος με πτίλα, πουπουλένιος αρχ. 1. (για φιάλη) αυτός που είναι στολισμένος με σχήματα φτερών 2. φρ. «πτιλωτὰ ἔντομα» τα έντομα που έχουν μεμβρανώδεις πτέρυγες, τα υμενόπτερα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πτιλωτός — ή, ό αυτός που έχει πούπουλα ή είναι γεμισμένος με πούπουλα, αλλ. πουπουλένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτιλωτά — πτιλωτός winged neut nom/voc/acc pl πτιλωτά̱ , πτιλωτός winged fem nom/voc/acc dual πτιλωτά̱ , πτιλωτός winged fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτιλώδης — ες, Ν αυτός που μοιάζει με πτίλο ή ο πτιλωτός, ο πουπουλένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλο(ν) «πούπουλο». Η λ., στο ουδ. πτιλῶδες, μαρτυρείται από το 1860 στο Λεξικὸν Ἑλληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek