- κάλυξις
κάλυξις, ἡ, dasselbe, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλυξις, ἡ, dasselbe, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλυξις — κάλυξις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. κάλυξ, κάλυμμα, σκέπασμα, περιτύλιγμα, περικάρπιο 2. στον πληθ. φρ. «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» κοσμήματα γυναικεία σε σχήμα κάλυκα άνθους, ίσως σκουλαρίκια ή πόρπες φορεμάτων ή άλλων κοσμημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καλύξεις — κάλυξις fem nom/voc pl (attic epic) κάλυξις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλυξι — κάλυξ covering fem dat pl (epic) κάλυξις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλυξιν — κάλυξ covering fem dat pl (epic) κάλυξις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)