- κάθ-υδρος
κάθ-υδρος, wasserreich, bewässert; χωρίον Pol. 5, 24, 4; Soph. vrbdt O. C. 160 κάϑυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, vom Wasser des Quells.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάθ-υδρος, wasserreich, bewässert; χωρίον Pol. 5, 24, 4; Soph. vrbdt O. C. 160 κάϑυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, vom Wasser des Quells.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek