- κάκκαβος
κάκκαβος, ἡ, = κακκάβη 2, VLL. erkl. es als ein ἀγγεῖον; Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Nicochar. Poll. 10, 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάκκαβος, ἡ, = κακκάβη 2, VLL. erkl. es als ein ἀγγεῖον; Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Nicochar. Poll. 10, 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάκκαβος — three legged pot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκκαβος — Ακατοίκητος οικισμός του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αισωνίας. * * * κάκκαβος, ὁ (Α) κακκάβη (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κακκάβη (Ι)*] … Dictionary of Greek
κακκάβου — κάκκαβος three legged pot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβους — κάκκαβος three legged pot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβων — κάκκαβος three legged pot masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβῳ — κάκκαβος three legged pot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκκαβον — κάκκαβος three legged pot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβι — το (Μ κακκάβιον και κακκάβι Α κακκάβη και κακάβη, κάκκαβος και κάκαβος, ή, κακκάβιον και κακάβιον, τὸ) χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, καζάνι νεοελλ. 1. φρ. «πούλησα και το κακκάβι μου» τά πούλησα όλα, δεν μού απέμεινε τίποτε 2. παροιμ.… … Dictionary of Greek
κρεοκάκκαβος — κρεοκάκκαβος, ὁ (Α) φαγητό από κρέας, λίπος και αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + κάκκαβος «χύτρα»] … Dictionary of Greek