- κάγκανος
κάγκανος (καίω? s. κάγκω), trocken, dürr, VLL. ξηρός; ξύλα Il. 21, 364 Od. 18, 308; κᾶλα H. h. Merc. 112; στάχυς Lyc. 1430.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάγκανος (καίω? s. κάγκω), trocken, dürr, VLL. ξηρός; ξύλα Il. 21, 364 Od. 18, 308; κᾶλα H. h. Merc. 112; στάχυς Lyc. 1430.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… … Dictionary of Greek
καγκάνεος — καγκάνεος, έα, ον (Α) (για ξύλα) κατάλληλος για καύση, κάγκανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. κάγκανος] … Dictionary of Greek
πολυκαγκής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που ξηραίνει, που στεγνώνει πολύ («τῷ δ ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν», Ομ.ιλ.) 2. φλογερός 3. πολύ ξηρός, κατάστεγνος («πολυκαγκής χώρα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καγκής < θ. καγκ της λ. κάγκανος «ξηρός,… … Dictionary of Greek
κάγκαν' — κάγκανα , κάγκανον neut nom/voc/acc pl κάγκανα , κάγκανος dry neut nom/voc/acc pl κάγκανε , κάγκανος dry masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάγκανον — neut nom/voc/acc sg κάγκανος dry masc/fem acc sg κάγκανος dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
чахнуть — чахлый, чахотка, укр. чахнути, блр. чахнуць. Вероятно, новое образование от *чазнѫти исчезать, усыхать (см. чезнуть), причем х аналогично тряхнуть, ужахнуться и т. п.; см. Брюкнер, KZ 43, 310; 48, 181; Махек, Rесhеrсhеs 29. Последний пытается… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
καγκαίνω — και κάγκω (Α) (κατά τον Ησύχ.) ξηραίνω, αποξηραίνω («καγκομένης ξηρᾱς τῷ φόβῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάγκανος «ξηρός»] … Dictionary of Greek
καγκαινιάζω — γίνομαι ισχνός, γίνομαι λιπόσαρκος λόγω ασθενείας («καγκάνιασε το μωρό, γιατί βγάζει δόντια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός»] … Dictionary of Greek
καγκανιάρης — α, ικο (για πρόσ, συν. υβριστικά) ισχνός, ατροφικός, καχεκτικός, κοκαλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός» + ιάρης*] … Dictionary of Greek
τσάκνο — το, Ν 1. ξερό χορτάρι ή ξερό κλαδί, ξερόκλαδο 2. κομματάκι ξύλου, ξυλαράκι 3. (μτφ. διαλ.) αδύνατο, ισχνό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακ ίζω, μέσω ενός τ. *τσάκ ανο (< θ. τσακ + επίθημα ανο, πρβλ. έδρ ανο) με συγκοπή τού α . Κατ άλλη άποψη, η λ.… … Dictionary of Greek
καγκάνοις — κάγκανον neut dat pl κάγκανος dry masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)