- κάρᾱνον
κάρᾱνον, τό, dor. = κάρηνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρᾱνον, τό, dor. = κάρηνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρανον — κάρανον, τὸ (Α) [κάρα] δωρ. τ. τού κάρηνον* … Dictionary of Greek
κάρανον — κάρᾱνον , κάρανον neut nom/voc/acc sg κάρᾱνον , κάρανος a chief masc acc sg κάρᾱνον , κάρηνον head neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανόν — Καρανός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρανον — Κάρανος a chief masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρηνον — και δωρ. τ. κάρανον, τὸ (Α) 1. το κεφάλι («ἀνδρῶν κάρηνα» κεφάλια ανδρών, άνδρες, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ., (για βουνά) η κορυφή («κατ Ὀυλύμποιο καρήνων», Ομ. Ιλ.) 3. (για πόλεις) η ακρόπολη, το κάστρο («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
καρανιστήρ — καρανιστήρ, ῆρος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην αποτομή τής κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» δίκες που αποκεφαλίζουν, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. *καρανίζω] … Dictionary of Greek
καρανιστής — (καρανιστής, ὁ) (Α) αυτός που θανατώνει με αποκεφαλισμό («καρανιστὴς μόρος» θάνατος με αποκεφαλισμό, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. *καρανίζω] … Dictionary of Greek
καρανώ — καρανῶ, όω (Α) [κάρανον] 1. φέρνω κάτι ώς την κορυφή, ώς το τέλος, αποτελειώνω 2. παθ. καρανοῡμαι, όομαι κεφαλαιώνομαι, κορυφώνομαι, παίρνω τέλος … Dictionary of Greek
καράνου — καρά̱νου , κάρανον neut gen sg καρά̱νου , κάρανος a chief masc gen sg καρά̱νου , κάρηνον head neut gen sg (doric) καρά̱νου , καρανόω achieve pres imperat act 2nd sg καρά̱νου , καρανόω achieve imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καράνων — καρά̱νων , κάρανον neut gen pl καρά̱νων , κάρανος a chief masc gen pl καρά̱νων , κάρηνον head neut gen pl (doric) καρά̱νων , καρανόω achieve imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καρά̱νων , καρανόω achieve imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καράνῳ — καρά̱νῳ , κάρανον neut dat sg καρά̱νῳ , κάρανος a chief masc dat sg καρά̱νῳ , κάρηνον head neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)