- κάρᾱνος
κάρᾱνος, ὁ (κάρα), der Häuptling, das Oberhaupt. Xen. Hell. 1, 4, 3, von ihm selbst durch κύριος erkl. Auch Anacr. 15, 3 für κοίρανε von Lennep hergestellt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρᾱνος, ὁ (κάρα), der Häuptling, das Oberhaupt. Xen. Hell. 1, 4, 3, von ihm selbst durch κύριος erkl. Auch Anacr. 15, 3 für κοίρανε von Lennep hergestellt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Καρανός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρανος — a chief masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρανος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 162 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 25 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσούρων. * * * κάρανος, ὁ (Α) [κάρα] δωρ. τ. τού κοίρανος* … Dictionary of Greek
καράνος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 162 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 25 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσούρων. * * * καράνος, ὁ (Μ) αμαρτωλός που βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
κάρανος — κάρᾱνος , κάρανος a chief masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανοῦ — Καρανός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανέ — Καρανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανῶ — Καρανός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανῷ — Καρανός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανόν — Καρανός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρανώ — Καρανός masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)