- κάρδα
κάρδα, nach Strab. XV, 3, 734 τὸ ἀνδρῶδες καὶ πολεμικὸν λέγεται, vielleicht persisch. Vgl. Κάρδαξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρδα, nach Strab. XV, 3, 734 τὸ ἀνδρῶδες καὶ πολεμικὸν λέγεται, vielleicht persisch. Vgl. Κάρδαξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρδακες — κάρδακες, οἱ (Α) οι ξένοι μισθοφόροι τού περσικού στρατού (α. «κάρδακες οἱ στρατευσάμενοι βάρβαροι ὐπὸ τῶν Περσῶν καὶ ἐν Ἀσίᾳ οὕτω καλοῡσι τοὺς στρατιώτας, οὐκ ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου, ἀλλ ὅτι πάντα τὸν ἀνδρεῑον ἤ κλῶπα λέγουσι κάρδακα», Ησύχ. β.… … Dictionary of Greek
кардамо́н — а, м. 1. Травянистое тропическое растение сем. имбирных. 2. собир. Семена этого растения, употребляемые как пряность. [греч. καρδαμωμον] … Малый академический словарь
CARDACES — Asiae minoris populi, Polybius et Arrian. Hesych. Κάρδακες οἰ ςτρατευσάμενοι βάρβαροι ὑπὸ Περσῶν καὶ εἰς Α᾿σίαν οὕτω καλοῦσι τοὺς ςτρατιὼτας, ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου. Strab. l. 15. Καλοῦνται δὲ οὗτοι Κάρδακες ἀπὸ κλοπίας τρεφόμενοι. Κάρδα γὰρ τὸ… … Hofmann J. Lexicon universale
εθνόσημο — το 1. διακριτικό σύμβολο ή έμβλημα έθνους 2. σήμα στη στολή ή στο πηλίκιο στρατιωτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. cocarde «κο(ν)κάρδα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Δ.… … Dictionary of Greek
κρήθμον — κρῆθμον, τὸ (Α) άγριο βοτάνι που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λέξη, αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει επίθημα μον (πρβλ. δίκτα μον, κάρδα μον)] … Dictionary of Greek