- κάραγος
κάραγος, ὁ, ein scharfer, greller Ton, wie der Sägen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάραγος, ὁ, ein scharfer, greller Ton, wie der Sägen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάραγος — κάραγος, ὁ (Α) τραχύς ήχος σαν πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται κατά πάσαν πιθανότητα με τα κράζω, κέκραγα (πρβλ. ταραχή, τάραχος: τέτρηχα)] … Dictionary of Greek
καραγός — καραγός, ὁ (Μ) 1. πρόχειρος από μεταγωγικές άμαξες και αγκαθωτά σίδερα προφυλακτικός περίβολος στρατοπέδου που χρησιμοποιούνταν για να εμποδίζεται η πορεία τού εχθρού και τών πολεμικών μηχανών 2. στον πληθ. οἱ καραγοί το σύνολο τών μεταγωγικών… … Dictionary of Greek
сорога — I сорога I плотва, Cyprinus rutilus , арханг., олонецк., тоб. (Даль). Обычно считается заимств. из распространенной фин. уг. семьи слов, представленной в фин. särki плотва , вепс. särg, саам. særgge, морд. м. särgä, э. särgе – то же, мар. šеrеŋе … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
CARRAGO — apud Trebellium Pollionem in Gallienis, c. 13. Quô compertô Scythae, factâ carragine, per montem Gessacem fugere sunt conati: apud Graecorum Tacticos καραγὸς, quid sit, ex Procopio discere est, qui facere carraginem, l. 4. dixit τὰς ἁμάξας… … Hofmann J. Lexicon universale
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek