- κάριον
κάριον, τό, eine Pflanze, = κάρος, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάριον, τό, eine Pflanze, = κάρος, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κάριον — Φρούριο και αρχαία ιωνική πόλη στη Μικρά Ασία, όπου κατέφυγαν το 304 π.Χ. οι δημοκρατικοί της Πριήνης … Dictionary of Greek
Κάριον — Κά̱ριον , Κάριος masc acc sg Κά̱ριον , Κάριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καστίλη-Λεόν — (CastillayLeon). Αυτόνομη περιοχή (94.224 τ. χλμ., 2.479.425 κάτ. το 2001) στη βορειοκεντρική Ισπανία με πρωτεύουσα το Βαγιαδολίδ. Συνορεύει στα Β με την Καντάμπρια, ΒΑ με τη Χώρα των Βάσκων και τη Λα Ριόχα, Α με την Αραγονία, ΝΑ με την Καστίλη… … Dictionary of Greek
Λόπεθ ντε Μεντόθα, Ινίγκο, μαρκήσιος της Σαντιγιάνα — (Inigo Lopez de Mendoza marques de Santillana, Καριόν ντε λος Κόντες, Καστίλη 1398 – Γκουανταλαχάρα, Καστίλη 1458). Ισπανός ποιητής και ουμανιστής. Ο Λ. ντε Μ., σημαντική προσωπικότητα της εποχής του, συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες εναντίον… … Dictionary of Greek
ԿԱՂԻՆ — (զնոյ.) NBH 1 1037 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c, 12c գ. ԿԱՂԻՆ որ եւ ԿԱՂՆԱՊՏՈՒՂ. γάλανος, βάλανος , φηγός fagus, glans, esculus. Պտուղ կաղնի ծառոյ. եթէ՛ ընտանւոյ՝ ուտելի մարդկան. որպէս ռմկ. ֆընտըգ, պունտուգ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)