γάριον, τό, dim. zum folgdn, Arr. Epict. 2, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαρίου — γάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)