- γάργανον
γάργανον, τό, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γάργανον, τό, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ГАРГАНСКАЯ ГОРА — • Garganus mons, τò Γάργανον όρoς, ныне под различными названиями: Monte Gargano, Calvo, Origone и т.д. назывался берег Апулии между устьeм реки Frento и городом Sipontum, выдающийся полушаром в Адриатическое море, имеющий в… … Реальный словарь классических древностей
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek