κάρειον, τό, poet. = κάρη, Nic. bei Ath. X, 684 a, Schneider ändert καρήνοις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρειον — κάρειον, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) αντί κάρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ποιητ. τ. τού κάρα] … Dictionary of Greek
καρείοις — κάρειον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρείων — κάρειον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)