κάρπευμα

κάρπευμα

κάρπευμα, τό, die Frucht, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάρπευμα — το (Α κάρπευμα) [καρπεύω] νεοελλ. η ετήσια παραγωγή καρπών μιας έκτασης φυτεμένης με οπωροφόρα δένδρα αρχ. καρπός …   Dictionary of Greek

  • καρπευμάτων — κάρπευμα fruit neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρπημα — το η παραγωγή καρπών, το κάρπευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καρπέ ω / ῶ (< καρπός (Ι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”