κάρπασος

κάρπασος

κάρπασος, (karpâsa im sanscr. Baumwolle), – 1) eine Art seiner Flachs; Schol. Ar. Lys. 736; D. Hal. 2, 68 u. Suid. v. ἀμοργίς; Mützell Curt. 8, 31. Einen plur. κάρπασα bildet Antiphil. 1 (IX, 415). – 2) bei den Medic. ein Gewächs mit giftigem Safte.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάρπασος — και κάλπασος, ή, ετερκλ. πληθ. κάρπασα, τὰ (Α) 1. είδος λεπτού λιναριού 2. βαμβάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι σίγουρα δάνειο, πιθ. από αρχ. ινδ. karpasah «βαμβάκι». Κατ άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε μεσογειακή ή μικρασιατική γλώσσα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • κάρπασος — flax fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπασος — κάλπασος, ἡ (Α) πάπ. βλ. κάρπασος …   Dictionary of Greek

  • κέρασος — η (ΑΜ κέρασος, ὁ, Α και κερασός, ὁ) το οπωροφόρο δέντρο κερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει το ληκτικό μόρφημα σος που είναι χαρακτηριστικό δάνειων λ. (πρβλ. θίασος, κάρπασος). Θα πρέπει να αποτελεί παλαιότατο δάνειο (πιθ. από την περιοχή τού… …   Dictionary of Greek

  • καραούσι — καραούσι, τὸ (Μ) είδος καλύμματος τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. να συνδέεται με αρχ. ελλ. κυρβασία «περσικό καπέλο» ή αρχ. ελλ. κάρπασος «ύφασμα κατάλληλο για κάλυμμα τού κεφαλιού, για σαρίκι»] …   Dictionary of Greek

  • καρπάσινος — καρπάσινος, ίνη ον (Α) [κάρπασος] ο κατασκευασμένος από κάρπασο* …   Dictionary of Greek

  • καρπάσιον — καρπάσιον, τὸ (Α) [κάρπασος] 1. λινάρι 2. φρ. «λίνον Καρπάσιον» αμίαντος …   Dictionary of Greek

  • οποκάλπασον — ὀποκάλπασον, τὸ (Α) το βαλσαμόδεντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάλπασος, άλλος τ. τής λ. κάρπασος, η «είδος λεπτού λιναριού, βαμβάκι»] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοκάρπασος — ὁ, Α κάχρυ*, κυψελώδης καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κάρπασος*] …   Dictionary of Greek

  • ԿԵՐՊԱՍ — (ու, ուց, ուք, ովք, իւք.) NBH 1 1092 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 12c, 14c գ. պ. ար. Գիրբաս, գիրպաս յն. գա՛տրբասօս. κάρπασος carbasus. Կտաւ բարակաման կամ մետաքսեայ. Վուշ. բեհեզ. Խաս քեթէն, սանտալ, տիպա, տիւլպէնտ. *էր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • καρπάσοις — κάρπασον flax neut dat pl κάρπασος flax fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”