κάρπασος — και κάλπασος, ή, ετερκλ. πληθ. κάρπασα, τὰ (Α) 1. είδος λεπτού λιναριού 2. βαμβάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι σίγουρα δάνειο, πιθ. από αρχ. ινδ. karpasah «βαμβάκι». Κατ άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε μεσογειακή ή μικρασιατική γλώσσα. Οι… … Dictionary of Greek
κάρπασος — flax fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπασος — κάλπασος, ἡ (Α) πάπ. βλ. κάρπασος … Dictionary of Greek
κέρασος — η (ΑΜ κέρασος, ὁ, Α και κερασός, ὁ) το οπωροφόρο δέντρο κερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει το ληκτικό μόρφημα σος που είναι χαρακτηριστικό δάνειων λ. (πρβλ. θίασος, κάρπασος). Θα πρέπει να αποτελεί παλαιότατο δάνειο (πιθ. από την περιοχή τού… … Dictionary of Greek
καραούσι — καραούσι, τὸ (Μ) είδος καλύμματος τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. να συνδέεται με αρχ. ελλ. κυρβασία «περσικό καπέλο» ή αρχ. ελλ. κάρπασος «ύφασμα κατάλληλο για κάλυμμα τού κεφαλιού, για σαρίκι»] … Dictionary of Greek
καρπάσινος — καρπάσινος, ίνη ον (Α) [κάρπασος] ο κατασκευασμένος από κάρπασο* … Dictionary of Greek
καρπάσιον — καρπάσιον, τὸ (Α) [κάρπασος] 1. λινάρι 2. φρ. «λίνον Καρπάσιον» αμίαντος … Dictionary of Greek
οποκάλπασον — ὀποκάλπασον, τὸ (Α) το βαλσαμόδεντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάλπασος, άλλος τ. τής λ. κάρπασος, η «είδος λεπτού λιναριού, βαμβάκι»] … Dictionary of Greek
ψευδοκάρπασος — ὁ, Α κάχρυ*, κυψελώδης καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κάρπασος*] … Dictionary of Greek
ԿԵՐՊԱՍ — (ու, ուց, ուք, ովք, իւք.) NBH 1 1092 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 12c, 14c գ. պ. ար. Գիրբաս, գիրպաս յն. գա՛տրբասօս. κάρπασος carbasus. Կտաւ բարակաման կամ մետաքսեայ. Վուշ. բեհեզ. Խաս քեթէն, սանտալ, տիպա, տիւլպէնտ. *էր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καρπάσοις — κάρπασον flax neut dat pl κάρπασος flax fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)